Μουριές (Ακίνζαλη)-Mouries (Akidzali) Κιλκίς



Επιμέλεια Τζότζος Θεόδωρος
Απόστρατος Αξιωματικός κάτοικος Μουριών Κιλκίς.
Μικτό χωριό (πρόσφυγες & ντόπιοι) Μετονομασία 1926
Εγκαταστάθηκαν 60 οικογένειες προσφύγων (257 άτομα).Πριν την απελευθέρωση στα χωριά του Ακίντζαλη κατοικούσαν Οθωμανοί, Έλληνες και Βούλγαροι. Μετά την απελευθέρωση και την αποχώρηση των Οθωμανών και Βουλγάρων, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την π. Δοϊράνη, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα (1913), τον Καύκασο (1920), το Σαράϊ, τηνΤυρολόη, τις Μέτρες, κ.ά. της ανατολικής Θράκης (1923), τον Πόντο (1924), τα Άδανα κ.ά. της Μικράς Ασίας (1924), τη Νίγδη της Καππαδοκίας (1924), κ.ά. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες μαζί με τους γηγενείς Έλληνες και τους σαρακατσάνους που προϋπήρχαν στο λεκανοπέδιο αλλά αναγκάστηκαν μετά το 1923 να εγκαταλείψουν τη νομαδική ζωή και να εγκατασταθούν μόνιμα, ήταν οι νέοι κάτοικοι στους οικισμούς των Μουριών. Τα παλιά οθωμανικά ονόματα χρησιμοποιήθηκαν επίσημα από το ελληνικό κράτος τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης. Η μετονομασία των οικισμών έγινε με αναγκαστικά διατάγματα μεταξύ 1926 και 1928
Η ζωή στο Ακίντζαλι Αφηγείται ο ιερέας Γεώργιος Τερζιτάνος:
“Είμαι ο γιος του Μανόλη Τερζιτάνου, καπετάνιου των α­νταρτικών ομάδων του 1913 για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους. Η οικογένειά μου ήταν γηγενής, είμαστε ντόπιοι στο Ακίντζαλι, στις Μουριές.
Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος το 1913 ελευθέρωσε την περιοχή του λεκανοπεδίου των Μουριών. Ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε μετά την Στρούμνιτσα, όπου πήγε ο Βενιζέλος να ενθαρρύνει το στρατό από τη λίμνη Δοϊράνη. Οι εδώ Μουριώτες τον υποδέχθηκαν και ο Προκόπης Τερζιτάνος, που ήταν ψαράς, δώρισε τον Βενιζέλο ένα γριβάδι δεκαπέντε οκάδες που τον ευχαρίστησε, γι’ αυτό και στις Σέρρες το φάγανε με τους επισήμους.Εδώ οι Μουριώτες ήσαν άνθρωποι της γεωργίας.
Δουλεύαμε το χώμα με αρχέγονα μέσα, με το ξύλινο αλέτρι, που μόνο στη μύτη που χάραζε τη γη είχε σίδερο και αργότερα με άροτρο σιδερένιο. Είχαμε και κτηνοτροφία: πρόβατα, γίδια και μεγάλα ζώα, βουβάλια. Θερίζαμε με το δρεπάνι και στο χέρι φορούσαμε την παλαμαριά,
ξύλινο γάντι, για να προφυλάξουμε το χέρι. Αλωνίζαμε με την τουκάνα μέχρι το 1950. Αποθηκεύαμε για τον χειμώνα τη χειμερινή τροφή, σαν τα μυρμήγκια, τους γιουφκάδες, τον τραχανά, το κουσκούς, τα απίδια, που τα ξεραίναμε στον ήλιο και μετά στο φούρνο· κατόπιν τα βράζαμε κι έβγαζαν έναν αρωματικό χυμό που τον πίναμε ζεστό ή κρύο.
Όσο για το χοιρινό κρέας, βάζαμε το λαρδί σε καλούπια με μπόλικο άλας και κάναμε και τον καβουρμά.
Φύγανε πολλές οικογένειες στην Βουλγαρία με τον πόλεμο του 1922, αλλά και το 1941 έφυγαν από δω ντόπιοι για τη Βουλγαρία.
Η αξία των εθίμων και των παραδόσεων που μας άφησαν οι γονείς μας, ήταν σημαντική. Τα έθιμα ωφελούν την ψυχή του ανθρώπου.
Την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω στρώναμε το τραπέζι με ανάλογα φαγητά. Το τραπέζι ήταν ένας χαμηλός σουφράς. Γύρω-γύρω καθόμασταν και ο νοικοκύρης, ο αρχηγός της φαμίλιας, έριχνε κάτω στο χώμα λίγο κρασί, για να μην ξεχνάμε τους ανθρώπους μας τους πεθαμένους και μετά αρχίζαμε το φαγοπότι.
Πριν αρχίσουμε να τρώμε, πρώτα κάναμε το σταυρό μας, λέγαμε κάποια ευχή και μετά έπαιρνε ο καθένας το κουτάλι και τρώγαμε από μια γαβάθα.
Είχαμε και βρασμένα αυγά, όχι βαμμένα το ένα το ξεφλουδίζαμε, το δέναμε με κλωστή που κρεμιόταν από το ταβάνι και το ωθούσαμε όπως ήμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι, αυτό πήγαινε πάνω απ’ τα κεφάλια μας κυκλικά και σ’ όποιον κατόρθωνε να το πιάσει με το στόμα, του έταζαν κάτι που δεν το έπαιρνε ποτέ!
Οι παραδόσεις αποτελούν πηγή ενότητας ανάμεσα στις γενιές. Δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί κανείς κατά γράμμα τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Αρκεί να βρεθεί κανείς στο πνεύμα των πατροπαράδοτων συνηθειών, για να αντλήσει δύναμη.
Και οι μεγάλες γιορτές είναι μια καλή αρχή για την ενίσχυση της οικογενειακής αγάπης και ενότητας. Ιδιάιτερα σε δύσκολες εποχές, η αγάπη ενώνει την οικογένεια. Όλα αυτά όμως φεύγουν σιγά-σιγά και μένουν μόνοι.
Η πίστη αποτελεί τον θεμέλιο λίθο των οικογενειακών παραδόσεων. Με την πίστη κρατάμε αναλλοίωτες τις παραδόσεις μας, πρώτα μέσα στην οικογένεια και μετά στην κοινωνική μας ζωή.
Γεώργιος Χατζόπουλος
Ο Γεώργιος Χατζόπουλος γεννήθηκε στο 1912 στο Σαράι της Ανατολικής Θράκης. Στις 15 Οκτωβρίου του 2002 τον επισκεφθήκαμε στις Μουριές όπου κατοικούσε. Μας διηγήθηκε πως έφυγαν από τη Θράκη:
Ήμουν εννέα χρονών. Ο πατέρας μου έζεψε στο ζυγό τα βόδια, βάλαμε στο κάρο δύο σακιά αλεύρι και λιγοστά πράγματα που μπορούσαμε να πάρουμε. Ο πατέρας μου ήταν φούρναρης. Ήμασταν εξαμελής οικογένεια. Με κόπο φθάσαμε στην Αδριανούπολη και μετά στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
Πολλοί πρόσφυγες Θρακιώτες έμειναν στα Άβδηρα. Όταν προχωρούσε ο ελληνικός στρατός προς την πατρίδα μας την Θράκη, πήραμε θάρρος. Η χαρά μας δεν κράτησε πολύ. Γυρίζουν πίσω τα ελληνικά στρατεύματα. Τότε πια άλλη ελπίδα δεν είχαμε και ήρθαμε εδώ στο Ακίντζαλι, στις Μουριές.
Όταν ελευθερώθηκε στις 22 Ιουνίου του 1913, πήρε το όνομα Αρχάγγελος. Έγινε δήμος για δύο χρόνια, ως δήμος Αρχαγγέλου. Είχε τελωνείο ως το 1940.
Τα γύρω χωριά (Πουλαματσλή (Ακακίες), Καραλή (Συκαμιές), Τουργουτλού (Ψυχρόβρυση), ανήκαν στην κοινότητα των Μουριών


0 Σχόλια